περιάμφοδος

περιάμφοδος
περιάμφοδος
having a way all round it
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιάμφοδος — ον, Α (για οικοδομές ή μεγάλα τμήματα πόλης) αυτός που έχει δρόμους προς όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄμφοδος «οδός, δρόμος»] …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”